κελαρύζοντας

κελαρύζοντας
κελαρύζω
babble
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γάργαρος — η, ο (Μ γάργαρος, ον) [γαργαρίζω] (για ήχο) καθαρός, κρυστάλλινος, μεταλλικός νεοελλ. 1. (για τρεχούμενο νερό) ο διαυγής, ο ολοκάθαρος που τρέχει κελαρύζοντας 2. ο λαμπερός («γάργαρο φεγγάρι», «γάργαρα χρώματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”